- κοκκυμηλών
- κοκκυμηλών, -ῶνος, ὁ (Α)κήπος με δαμασκηνιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκύμηλον + κατάλ. -ών / -ῶνος (πρβλ. δαφν-ών, ελαι-ών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκυμήλων — κοκκύμηλον plum neut gen pl κοκκύμηλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRUNA Damascena — in offas et παλάθας condita, e Syria veniebant olim, in alias regiones: unde meminit παλάθης Συριακῆς Athenaeus, l. 11. Est autem παλάθη, globus prunorum seu massa, corum ἐπάλληλος θέσις. Quemadmodum Theophrastus, de prunis Aegyptiis siccatis et… … Hofmann J. Lexicon universale
κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε … Dictionary of Greek
μίνθη — I Νύμφη του Άδη που είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον Πλούτωνα. Η Περσεφόνη ζήλεψε και παραπονέθηκε στη μητέρα της, η οποία μόλις το άκουσε συνέτριψε τη Μ. με τα πόδια της. Ο Πλούτων τότε τη μεταμόρφωσε στο άκαρπο αλλά αρωματικό φυτό που φέρει … Dictionary of Greek